- ἀθλοφόρῳ
- ἀθλοφόροςbearing away the prizemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθλοφορώ — ( έω) (Α ἀθλοφορῶ) [ἀθλοφόρος] είμαι αθλοφόρος νικητής … Dictionary of Greek
αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… … Dictionary of Greek
ВИТ, МОДЕСТ И КРИСКЕНТИЯ — [лат. Vitus, Modestus, Crescentia; греч. Βῖτος, Μόδεστος, Κρησκεντία] († ок. 303), мученики (пам. 16 мая, 15 июня). В. род. на Сицилии, в г. Мазара (совр. Мадзара дель Валло), в семье знатного язычника Гиласа. Был научен христ. вере своим… … Православная энциклопедия